- κυβευταί
- κυβευτήςdicermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυβευτής — ο, θηλ. κυβεύτρια (Α κυβευτής) [κυβεύω] αυτός που παίζει ζάρια («ὁ μὲν τοι κυβευτής, καὶ ὁ λωποδύτης, καὶ ὁ λῃστής τῶν ἀνελευθέρων εἰσί», Αριστοτ.) νεοελλ. αυτός που παίζει στο χρηματιστήριο με αθέμιτα μέσα αρχ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Κυβευταί … Dictionary of Greek